- δεικτικός
- -ή, -ό (AM δεικτικός, -ή, -όν)1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, -ή, -ό, εκείνος, -η, -ο, οὗτος, αὕτη, τοῡτο)3. φρ. «δεικτικά μόρια» — αυτά που χρησιμοποιούνται για να δειχτεί ή να προσδιοριστεί κάτι με ακρίβεια (αυτός δα, εκειδά, ὁδί, οὑτοσίαυτός ακριβώς)νεοελλ.ο ενδεικτικός, αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι («η συμπεριφορά του ήταν δεικτική τών αισθημάτων του»)αρχ.(για συλλογισμούς και αποδείξεις) εκείνος που παρέχει μια ευθεία απόδειξη και όχι «διά τῆς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς» ή «ἐξ ὑποθέσεως».[ΕΤΥΜΟΛ. < δείκτης ή < δεικτός].
Dictionary of Greek. 2013.